- σκουτέλ(λ)α
- η, Νμεγάλο και βαθύ πιάτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκουτέλ(λ)ι «πιάτο, μικρή γαβάθα» + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μαχαίρι: μαχαίρα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκουτελ(λ)άκι — το, Ν [σκουτέλ(λ)ι] μικρό σκουτέλι … Dictionary of Greek
σκουτέλ(λ)ι — το / σκουτέλλιον, ΝΜΑ, και σκούτλιον και σκουτλίον, Α πιάτο, πινάκι, μικρή γαβάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο στην Αρχαία *σκουτέλλα (< λατ. scutella, υποκορ. του scutra «πιάτο, δίσκος») + υποκορ. κατάλ. ι(ον)] … Dictionary of Greek
σκουτελ(λ)ίτζιν — τὸ, Μ μικρό σκουτέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουτέλλι(ον) «πιάτο, μικρή γαβάθα» + υποκορ. κατάλ. τής Μεσαιωνικής ίτζιν (πρβλ. κρομμυδ ίτζιν)] … Dictionary of Greek
σκουτελλαρία — (scutellaria). Φυτό ποώδες της οικογένειας των Χειλανθών ή Λαμπιατών (δικοτυλήδονα), γνωστό και ως σ. η αλπική. Φυτρώνει σε πετρώδεις τοποθεσίες της αλπικής και υπαλπικής ζώνης των βουνών της βόρειας Ελλάδας. Πρόκειται για φυτό μέτριων διαστάσεων … Dictionary of Greek
σκούτλιον — και σκουτλίον, τὸ, Α βλ. σκουτέλ(λ)ι … Dictionary of Greek